We blame you, του Αλκίνοου Ιωαννίδη

We blame you, you know, μου είπε ένας Άγγλος στο Λονδίνο. Εννοούσε πως οι Έλληνες κάνουμε ζημιά στις οικονομίες των άλλων χωρών της Ευρώπης. Με την κυκλοφορία της συλλογής “Local Stranger” στο εξωτερικό, θα πέφτω συχνά πάνω σε τέτοιου είδους ατάκες ξένων δημοσιογράφων.
Τι να απαντήσω; Τι να του πω; Πως οι αποικιοκράτες παππούδες του συμπεριφέρονταν στους Kύπριους δικούς μου σαν να ήταν ζώα, επειδή ήταν βοσκοί και δεν είχαν μπάτλερ; Πως η βασίλισσά του, αυτή η γιαγιά με τα καταπληκτικά καπέλα, όταν ήταν νέα υπέγραφε με το χέρι της θανατικές καταδίκες παιδιών 19 και 20 χρονών που πάλευαν να ελευθερώσουν τον τόπο τους; Να του πω για την εξωτερική πολιτική της χώρας του, που τεχνητά προκάλεσε το μίσος μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων, άνοιξε με το ζόρι την όρεξη στην Τουρκία για την Κύπρο και με τη βοήθεια της αστείρευτης δικής μας λεβεντομαλακίας δημιούργησε το Κυπριακό πρόβλημα, με χιλιάδες νεκρούς, αγνοούμενους και πρόσφυγες;
Να του πω για τον εμφύλιο εδώ στην Ελλάδα και για τον ρόλο που έπαιξε η εξωτερική πολιτιτική της χώρας του; Για τη σύμπραξη με τους ηττημένους Γερμανοτσολιάδες και κάθε λογής δοσίλογους εναντίων όσων αγωνίστηκαν για την ελευθερία στο βουνό; Για το πώς εκμεταλλεύτηκαν την εγκεφαλική σκλήρηνση και τον επαρχιωτισμό της εδώ κομμουνιστικής ηγεσίας προκειμένου να ξεφορτωθούν μια και καλή το πιο δημιουργικό και αλτρουιστικό κομμάτι της χώρας; Πως από τότε επικράτησαν εδώ οι βολεψάκιδες, οι παρτάκιδες και οι ελληνάρες χωρίς Ελλάδα – αυτοί που όταν λένε «αγαπώ την πατρίδα μου» εννοούν στην καλύτερη περίπτωση «αγαπώ τον εαυτό μου» ή ακόμα «μισώ όλους τους άλλους» – φέρνοντας τη χώρα σήμερα στην καταστροφή;
Ας μη μιλήσω για τη Γερμανία, μη σας κουράζω με τα αυτονόητα…
“We blame you!” Έλα τώρα Robert, behave yourself να πούμε, μην κάνεις σαν παιδί! Κι εγώ σας κατηγορώ άμα είν’ έτσι.
Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις σας ανέθρεψαν και στήριξαν τη διαφθορά μας, προκειμένου να μας πουλήσουν σε διπλή τιμή τα άχρηστα, μισοχαλασμένα όπλα, τα φάρμακα και τις τηλεπικοινωνίες τους. Έστησαν Ολυμπιάδες. Η δική μας κόστισε διπλάσια από του Σίδνευ, το είπε τότε υπουργός μας, υπερήφανος, σε ξένο κανάλι. Κι όταν ρωτήθηκε ο υπουργός στη συνέχεια: «Εννοείτε πως αυτά πληρώνονται με ξένα κεφάλαια;» απάντησε παρεξήγημένος (έχουμε και μια αξιοπρέπεια!), «Όχι! Αποκλειστικά με δικά μας χρήματα. Θα μάθουμε πόσα ακριβώς μετά το πέρας των αγώνων»! Τα πλήρωσε το κράτος, δηλαδή εμείς, δηλαδή τα εγγόνια μας. Κι εμείς φωνάζαμε «Ζήτω» και «Γεια». Και στήναμε ωραίες τελετές έναρξης και λήξης. Γραφείο τελετών!
“We blame you!” Και οι δύο παππούδες μου σκοτώθηκαν στον πόλεμο. Δεν άκουσα ποτέ τους γονείς μου που μεγάλωσαν πάμφτωχοι και ορφανοί, ούτε τις πρόσφυγες, χήρες γιαγιάδες μου να κατηγορούν συνολικά τους Γερμανούς, τους Άγγλους, τους Τούρκους ή τους Βούλγαρους. Είχαν μια σιωπή, μια βαθιά γνώση πως ο άνθρωπος, από όπου και αν κατάγεται, κρύβει μέσα του τον άγγελο μα κρύβει και το θηρίο. Το ταϊζει κρυφά, το κρύβει πίσω από χαμόγελα και ανέξοδες καλοσύνες, το καταπιέζει όταν ενοχλεί την καθημερινότητα και το ελευθερώνει όποτε οι συνθήκες το επιτρέπουν. Εκτός κι αν η καλλιέργεια και η ηθική του υπερισχύσουν. Μα, να ανοίξω φιλοσοφική συζήτηση;
Όχι. Τότε; Ας πάω στα «επουσιώδη». Να πω για τις αηδίες που η δική σας show-business μάς πούλησε δεκαετίες τώρα; Για τόσες ανοησίες της ποπ, της ροκ και των «charts» που μας τάισαν με το ζόρι; Που για κάθε τραγούδι της προκοπής αναγκαστήκαμε να αγαπήσουμε κι ένα σακί σκουπιδοτράγουδα και να συνδέσουμε τις εφηβείες και τις ζωές μας μαζί τους; «Και τι με νοιάζει, θα μου πει, αν εσύ έχαφτες τις αηδίες που σου πουλούσαν οι δισκογραφικές και τα ραδιόφωνα; Ας μην τις άκουγες. Είναι ανάγκη να σας φταίνε πάντα οι άλλοι;»
Καλά, θα πω για τα δικά μας: Έχεις δίκιο Robert, ότι κι αν πεις λίγο είναι. Η πρώτη μας βουλή είχε μέσο όρο 200 βαφτιστήρια ανά βουλευτή. Ήμασταν χαλασμένοι εξ αρχής. Ο εμφύλιος μεταξύ των Ελλήνων κατά την επανάσταση στοίχησε περισσότερους νεκρούς απ’ ότι ο αγώνας ενάντια στους Οθωμανούς. Βαφτίσαμε τον Ιταλό Καποδίστρια Έλληνα και μετά τον σκοτώσαμε γιατί δεν είχε τα κουσούρια μας. Όσο αίμα κι αν χύσαμε, όσους Θούριους κι αν ψάλαμε, όσες ηρωικές Εξόδους κι αν επιχειρήσαμε, τελικά εσείς μάς κάνατε κράτος, για να κάνουμε τις δουλειές σας. Το ένα από τα τρία πρώτα κόμματα της νέας μας χώρας, αυτό που ουσιαστικά επικράτησε, λεγόταν «Αγγλικό». Αυτό τα λέει όλα. Ποια ιδεοληψία μάς έκανε να πιστέψουμε πως μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι; Χάσατε ευγενή παιδιά εδώ Robert, το ξέρω. Ποιητές, ουτοπιστές, οξφορδιανούς αρχαιογνώστες, έφηβους φιλέλληνες, Έλληνες εξ αναγνώσεως, Πλατωνιστές όταν κανείς δεν είχε ακούσει για Πλάτωνα στα λημέρια μας για αιώνες. Εμείς ήμασταν αναλφάβητοι Αρβανίτες, Βλάχοι, Τουρκόγυφτοι, Τουρκόφωνοι, Πομάκοι, Σλαβομακεδόνες, Τσάμιδες. Εσείς βυθίσατε στο Ναβαρίνο, εσείς μας δώσατε κράτος, εσείς μας κάνατε Έλληνες. Εμείς απλώς κερδίσαμε το κύπελο στο ποδόσφαιρο και βγήκαμε να δείρουμε Αλβανούς.
Μπα, όχι, αυτά τα λέμε μεταξύ μας, δεν είναι για ν’ ακούγονται παραέξω, μετατρέπονται αυτομάτως σε υπερβολές και σε ψέματα όταν βγαίνουν απ’ το σπίτι. Θα του πω άλλα:
Μη νομίζεις πως περνούσαμε ζωή και κότα τόσα χρόνια Robert! Δεν ήταν παράδεισος το να κοιμάσαι σε ράντζο στο διάδρομο, εγχειρισμένος. Ούτε το να είσαι άτομο με αναπηρία και να σού είναι αδύνατον να κινηθείς στις πόλεις μας. Ούτε το να πληρώνεις «περαίωση» στην εφορία, θεωρούμενος απατεώνας εξ ορισμού. Ούτε το να οδηγείς και να πεθαίνεις στους δρόμους μας. Ούτε το να γεννάς με καισαρική για να βγάλει κάνα φράγκο παραπάνω ο μαιευτήρας και να ταϊζει γάλα σκόνη το παιδί σου για να πάρει προμήθεια. Ούτε το να μη βρίσκεις το δίκιο σου στα δικαστήρια. Ούτε το να κυβερνιέσαι από όσους μας κυβέρνησαν. Ούτε το να ζεις στην ασχήμια όπου ο καθένας έχτιζε ότι να ‘ναι όπου να ‘ναι. Ούτε το να είσαι παιδί χωρίς παιδεία και χωρίς χρόνο, με πέντε ιδιαίτερα τη μέρα, με άγχος και κατάθλιψη. Ούτε γέρος χωρίς ουσιαστική περίθαλψη και σύνταξη, να περιμένεις να πεθάνεις μπροστά στην τηλεόραση. Ούτε και το να είσαι Αιγυπτιώτης, Κύπριος, Μικρασιάτης, Ηπειρώτης, Ίμβριος ή Πόντιος ήταν πάντα ευχάριστο. Γι’ αυτό μη λες πως γλεντούσαμε τη ζωή μας τόσα χρόνια με δανεικά. Τα δανεικά τα έδιναν οι διαφθορείς των κυβερνήσεων και των εταιρειών σου και τα έτρωγαν οι διεφθαρμένοι δικοί μας δικοί τους. Και θησαύριζαν οι δυνατοί μέσα απ’ τη μιζέρια και τον εξευτελισμό μας και σήμερα θέλουν κι άλλο.
Τώρα, το πώς γίνεται αυτή η πλούσια και αδιάφθορη χώρα σου, ενώ ρούφηξε το αίμα αποικιών τόσα χρόνια, να χρωστά κι αυτή, το γιατί σού κόβονται οι παροχές στην παιδεία, οι κοινωνικές ασφαλίσεις, οι μισθοί και η πρόνοια, το γιατί έχεις χρόνια τώρα άστεγους κάτω απ’ τις γέφυρες, πεινασμένους στο δρόμο και αναλφάβητους το 2012, αυτό είναι άλλο, τεράστιο, παγκόσμιο θέμα που καλό θα ήταν να ψάξουμε όλοι μαζί. Δεν πηγάζει από την κατάσταση στην Ελλάδα. Μη μας κατηγορείς λοιπόν για όσα δεν φταίμε.
Αν θέλεις να μας κατηγορήσεις, κατηγόρησέ μας για την έλλειψη οργανωμένης άμυνας απέναντι σε μια επίθεση πρωτοφανή αλλά αναμενόμενη. Κατηγόρησέ μας που βρεθήκαμε ανέτοιμοι, επαρχιώτες αδικτύωτοι, αυτιστικοί, ομφαλοσκόποι, χασομέρηδες, μια πόλη ανοχύρωτη μπροστά στην προαναγγελθήσα επέλαση του τέρατος. Και κατηγόρησε και λίγο τον εαυτό σου, που αντί να συμπονέσει τον δοκιμαζόμενο φτωχόκοσμο της Ελλάδας, γλύφει μισοκοιμισμένος την καραμέλα που του πουλούν οι αγορές, τα περιοδικά των εκδοτών και οι ρατσιστικές αναλύσεις των καναλιών, περιμένοντας τη σειρά του. Σου λένε κάθε μέρα για την ελληνική τεμπελιά, για την ελληνική διαφθορά, για την ελληνική ψευτιά. Την αλήθεια που δεν σου λένε θα σου την πούμε εμείς: Ετοιμάσου να χάσεις όσα νομίζεις πως έχεις. Γιατί θα τα χάσεις όλα!
Και μην πεις “αυτά δεν γίνονται!” Κι εμείς τέτοια λέγαμε. Και σήμερα βρεθήκαμε χωρίς γη κάτω απ’ τα πόδια μας. Αύριο θα έρθει η σειρά σου. Όταν λοιπόν θα σου στερούν τη σύνταξή σου, τα χρήματα που κέρδισες με ιδρώτα και με απουσία από τα παιδιά σου και τους έδωσες να σου φυλάξουν, όταν δεν θα ‘χεις γιατρό να γιατρευτείς, σπίτι να κοιμηθείς, πρόνοια να προνοήσει, φαϊ να φας, τραγούδι να τραγουδήσεις, τότε να μας κατηγορήσεις διπλά. Γιατί εμείς ανοίξαμε την Κερκόπορτα.
Η ευθύνη μας δεν είναι μόνο πως δημιουργήσαμε χρέος, πως κλέψαμε τον τόπο μας, πως χτίσαμε αυθαίρετα, πως πληρωθήκαμε μαύρα, πως πήραμε και δώσαμε φακελάκια, πως ψηφίσαμε ζώα, πως λαδώσαμε, πως παντρευτήκαμε σε πισίνες με πυροτεχνήματα και λιμουζίνες ενώ χρωστούσαμε, πως κάψαμε πεντοχίλιαρα στα σκυλάδικα, πως θελήσαμε το βουλευτή και τον καλλιτέχνη να εκπροσωπούν τη φτηνότερη και πιο αντιαισθητική πλευρά μας. Εννοείται πως φταίμε για όλα αυτά και άλλα. Όμως η πραγματικά μεγάλη ενοχή μας απέναντί σου είναι πως κάναμε την αρχή για να ρουφήξουν σε λίγο και το δικό σου αίμα.
Η υποχρέωση μας σήμερα είναι να παλέψουμε για τα παιδιά σου. Και η δική σου υποχρέωση είναι να παλέψεις για τα δικά μας.
Μόνο έτσι γίνεται.
Τα υπόλοιπα είναι ανοησίες.
Ακούς εκεί we blame you! Ηλίθιε!

«Ο Παπαλάνγκι»

Θα ήθελα να σας παρουσιάσω τις σκέψεις ενός «άγριου» φύλαρχου από το νησί Τιαβέα του Ειρηνικού, οπως τις κατέγραψε ο Erich Scheurmann, ένας Γερμανός λογοτέχνης ο οποίος επισκέφτηκε κατά την δεκαετία του 1920 τους Σαμόα, τότε μια γερμανική αποικία. Ο ίδιος ισχυρίστηκε πως ήταν αυθεντικοί λόγοι του φυλάρχου Τουιάβιι ο οποίος επισκέφτηκε την Ευρώπη για να μιλήσει για τον “Παπαλάγκι” ( ή Παπαλάνγκι, σημαίνει λευκός) στην φυλή του. Βέβαια πλεον αυτοί οι λόγοι θεωρούνται φανταστικοί αλλά παρόλα αυτά έχουν μεγάλη αξία καθώς παρουσιάζουν μια άλλη οπτική για τον Δυτικό πολιτισμό.
Θα ήταν λάθος βέβαια κατ᾽εμέ να εκλάβει κανείς όλα αυτά ως μια πρόταση για επιστροφή σε πρώιμες ή πρωτογονικές μορφές του πολιτισμού και της τεχνολογία, μια πρόταση οπισθοδρομισμού και δαιμονοποίησης της τεχνολογίας και των τεχνολογικών επιτευγμάτων. Αντίθετα θα πρότεινα την ανάγνωση των παρακάτω αποσπασμάτων με στόχο τον προβληματισμό για το κατα ποσο η περιπλοκότητα του σημερινού πολιτισμού μας εξυπηρετεί ή αν τελικά μας σέρνει και αιχμαλωτίζει.
Τα παρακάτω αποσπάσματα τα οποία τα συνέλεξα από τον ιστό προέρχονται από το βιβλίο Ο ΠΑΠΑΛΑΝΓΚΙ , Εκδόσεις Ύψιλον.
Αν μιλήσεις σε κάποιον Ευρωπαίο για τον Θεό της αγάπης, θα μορφάσει και θα χαμογελάσει. Θα χαμογελάσει για την αφέλεια των σκέψεών σου. Δωσ’ του όμως ένα γυαλιστερό, στρογγυλό κομμάτι μέταλλο ή ένα μεγάλο βαρύ χαρτί, και θα δεις αμέσως τα μάτια του να γυαλίζουν και τα σάλια του να τρέχουν.

Ο Παπαλάγκι έχει τόσα επαγγέλματα όσες είναι οι πέτρες μέσα στη λίμνη. Κάθε πράξη του την κάνει επάγγελμα. Είναι ωραίο να φέρνει κανείς μια φορά νερό από την πηγή, ακόμη και περισσότερες φορές την ίδια μέρα. Όποιος όμως πρέπει από την ανατολή μέχρι την δύση του ηλίου και κάθε ημέρα ξανά και κάθε ώρα, όσο φτάνει η δύναμή του, να κουβαλάει συνέχεια νερό – αυτός τελικά θα πετάξει με οργή τον κουβά μακριά του αγανακτισμένος για τα δεσμά στο κορμί του. Γιατί τίποτα δεν είναι τόσο δύσκολο για τον άνθρωπο, όσο να κάνει πάντα το ίδιο ακριβώς πράγμα.

Και γι’ αυτό μέσα στους ανθρώπους των επαγγελμάτων ζει ένα φλογερό μίσος. Όλοι αυτοί έχουν στην καρδιά τους κάτι σαν ζώο, που το συγκρατούν δεσμά, που επαναστατεί και που όμως δεν μπορεί να ελευθερωθεί. Και όλοι συγκρίνουν μεταξύ τους τα επαγγέλματά τους, γεμάτοι φθόνο και μίσος, μιλάν για ανώτερα και κατώτερα επαγγέλματα, παρ’ όλο που όλα τα επαγγέλματα δεν είναι παρά μισοδουλειές. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι μόνο χέρι ή μόνο πόδι ή μόνο κεφάλι, είναι όλα μαζί ενωμένα. Χέρι, πόδι και κεφάλι θέλουν να είναι μαζί. Μόνο όταν όλα τα μέλη και οι αισθήσεις ενεργούν από κοινού μπορεί μια ανθρώπινη καρδιά να γιατρευτεί από χαρά, ποτέ όμως όταν μόνο ένα μέρος του ανθρώπου έχει ζωή και τα άλλα πρέπει να είναι όλα νεκρά. Αυτό προξενεί στον άνθρωπο σύγχυση, απελπισία ή αρρώστια».

Ο Παπαλάνγκι είναι ένας άνθρωπος με εντελώς δική του λογική.
Κάνει πολλά που δεν έχουν νόημα και τον αρρωσταίνουν κι όμως τα εξυμνεί και τραγουδά τραγούδια γι’ αυτά του τα κατορθώματα
…Ένας άλλος λόγος που κάνει τον Παπαλάνγκι να ξεχωρίζει, είναι ότι λέγοντας πολλά λόγια, προσπαθεί να μας πείσει ότι είμαστε φτωχοί και άθλιοι, και ότι χρειαζόμαστε πολλή βοήθεια,
γιατί δεν έχουμε πράγματα.

Μόνο μια και μοναδική φορά συνάντησα κάποιον άνθρωπο που είχε πολύ χρόνο, που δεν παραπονιότανε ποτέ ότι του λείπει, αυτός όμως ήταν φτωχός, βρόμικος και περιφρονημένος. Οι άνθρωποι απόφευγαν να περάσουν από δίπλα του και κανένας δεν τον πρόσεχε. Εγώ δεν καταλάβαινα αυτή τη συμπεριφορά, γιατί το βάδισμά του ήταν χωρίς βιασύνη και τα μάτια του είχαν ένα ήρεμο, φιλικό χαμόγελο. ‘Οταν τον ρώτησα, το πρόσωπό του συσπάστηκε και είπε θλιμμένα: “Ποτέ δεν ήξερα να εκμεταλλευτώ τον χρόνο μου, γι’ αυτό και είμαι ένας φτωχός, περιφρονημένος φουκαράς.” Ο άνθρωπος αυτός είχε χρόνο, κι αυτός όμως δεν ήταν ευτυχισμένος.

Αφήστε με να σας περιγράψω, αδέρφια μου των Πολλών Νησιών, τί είναι πράγμα. Η καρύδα είναι ένα πράγμα, η βεντάλια είναι ένα πράγμα, το πανί, το όστρακο, το δαχτυλίδι, το πιάτο, το κόσμημα, όλα αυτά, είναι πράγματα. Υπάρχουν όμως δυό ειδών πράγματα. Αυτά που έφτιαξε το μεγάλο Πνεύμα, χωρίς εμείς να το βλέπουμε, και που δεν κοστίζουν σ’εμάς τους ανθρώπους κανέναν κόπο και δουλειά, όπως η καρύδα, το μύδι, η μπανάνα. Υπάρχουν και τα πράγματα που φτιάχνουν οι άνθρωποι, με πολύ κόπο και δουλειά, όπως το δαχτυλίδι, το πιάτο, η βεντάλια.
Ω, αδέρφια μου, αν μπορούσατε να με πιστέψετε! Μπήκα μέσα στην σκέψη του Παπαλάνγκι, και είδα την βούλησή του τόσο καθαρά, σαν να την φώτιζε ο μεσημεριάτικος ήλιος.
Επειδή καταστρέφει τα πράγματα του μεγάλου Πνεύματος, όπου κι αν βρεθεί, θέλει, αυτό που σκοτώνει, να το ξαναζωντανέυει, με την δική του δύναμη. Έτσι πείθει τον εαυτό του, ότι επειδή φτιάχνει τα πολλά πράγματα, είναι ο ίδιος το Μεγάλο Πνεύμα.
Εκεί όπου βρίσκονται οι πολλές καλύβες του Παπαλάνγκι, στα μέρη που οι ίδιοι ονομάζουν πόλεις,
ο τόπος είναι έρημος όπως η παλάμη… γι αυτό ο Παπαλάνγκι τρελλάθηκε και παριστάνει το Μεγάλο Πνεύμα, για να μπορέσει έτσι να ξεχάσει όλα αυτά, που τού λείπουν.
Επειδή είναι τόσο φτωχός, και η χώρα του τόσο θλιβερή, καταφεύγει στα πράγματα, τα μαζεύει, όπως μαζεύει ο τρελός του χωριού τα μαραμένα φύλλα, και γεμίζει με αυτά την καλύβα του. Γι αυτό και μας φθονεί, και θέλει να γίνουμε κι εμείς φτωχοί, σαν αυτόν.

Μια Ευρωπαϊκή καλύβα έχει τόσα πράγματα, που ακόμη κι αν κάθε άντρας ενός χωριού της Σαμόα γέμιζε την αγκαλιά του με αυτά, δεν θα έφτανε ολόκληρο το χωριά για να την αδειάσουν. Σε μιά μόνο καλύβα, υπάρχουν τόσο πολλά πράγματα, ώστε πολλοί λευκοί αρχηγοί χρειάζονται πολλούς άντρες και γυναίκες, που δεν κάνουν τίποτε άλλο, από το να τοποθετούν αυτά τα πράγματα στην θέση τους και να τα καθαρίζουν από την σκόνη. Ακόμη και η πιό μεγάλη Ταοπού,
ξοδεύει πολύ χρόνο για να μετρά όλα τα πολλά της πράγματα, να τα τακτοποιεί, και να τα καθαρίζει.

δεν θα τον δεις να τραγουδά, να έχει χαρούμενα μάτια.
Οι άντρες και οι γυναίκες του λευκού κόσμου θα θρηνούσαν μέσα στις καλύβες μας, και θα έτρεχαν να μαζέψουν ξύλα, και το καύκαλο της χελώνας, γυαλιά, σύρματα, παρδαλές πέτρες, και πολλά ακόμη, από το πρωί μέχρι το βράδυ θα κινούσαν τα χέρια και τα πόδια τους, μέχρι η καλύβα τους να γέμιζε μικρά και μεγάλα πράγματα. Πράγματα που καταστρέφονται εύκολα, που μπορεί να τα αφανίσει κάθε φωτιά, και κάθε τροπική βροχή, έτσι που πάντα να πρέπει να φτιάχνονται καινούργια.

Γι αυτό και τα πρόσωπα των λευκών είναι συχνά τόσο κουρασμένα και θλιμμένα, γι’αυτό μόνο ελάχιστοι από αυτούς βρίσκουν τον καιρό να δουν τα πράγματα του Μεγάλου Πνεύματος, να παίξουν στην πλατεία του χωριού, να γράψουν τραγούδια και να τα τραγουδήσουν χαρούμενα, να χορέψουν την ημέρα της γιορτής, και να χαρούν τα μέλη τους, όπως είναι καθορισμένο για όλους εμάς.

Αυτοί πρέπει να αποκτούν πράγματα. Πρέπει να προσέχουν τα πράγματά τους να μην τους τα κλέψουν. Τα πράγματα γαντζώνονται πάνω τους, και σέρνονται, σαν τα μικρά μυρμήγκια της άμμου. Με απόλυτη ψυχρότητα κάνουν κάθε είδους έγκλημα για να αποκτήσουν πράγματα.
Πολεμούν ο ένας τον άλλον, όχι για την Τιμή τους, ούτε για να μετρήσουν την πραγματική τους δύναμη, αλλά μόνο και μόνο για τα πράγματα.

Το μεγαλύτερο από τα ψέμματα του Παπαλάνγκι είναι αυτό: τα πράγματα του Μεγάλου Πνεύματος είναι άχρηστα, ενώ τα δικά του είναι πολύ χρήσιμα, είναι πιό χρήσιμα.
Τα πράγματα του Παπαλάνγκι , αν και είναι τόσο πολλά στον αριθμό, αν και αστράφτουν, και λαμποκοπούν, δεν φώτισαν τα μάτια του περισσότερο, δεν έκαναν τις αισθήσεις του εντονότερες.
Επομένως, τα πράγματά του είναι άχρηστα, και επομένως, αυτά που λέει, και αυτά που θέλει να μας επιβάλει, είναι κακόβουλα, και η σκέψη του, είναι διαποτισμένη από δηλητήριο.

Ο Παπαλάνγκι άγαπάει πολύ το στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί, όμως αγαπάει και αυτό που δεν πιάνεται και που όμως υπάρχει – το χρόνο. Κάνει πολύ φασαρία και λέει πολλές ανοησίες γι ‘ αυτόν .
Παρόλο που ο χρόνος ποτέ δεν είναι περισσότερος απ’ όσο χωράει στο διάστημα μεταξύ ανατολής και δύσης του ήλιου, για τον Παπαλάνγκι ποτέ δεν είναι αρκετός.
Πιστεύω ότι ο χρόνος ξεγλιστρά από τα χέρια του σαν το φίδι στην υγρή παλάμη, ακριβώς επειδή τον κρατά πολύ σφιχτά. δεν τον αφήνει να συνέλθει. τον κυνηγά πάντα με απλωμένα χέρια, δεν τον αφήνει να ησυχάσει, να ξαπλωθεί στον ήλιο. Θέλει ο χρόνος να ‘ναι πάντα κοντά του, τον θέλει να τραγουδά και να μιλά. Ο χρόνος όμως είναι σιωπηλός και ειρηνικός και αγαπά την ησυχία και το άραγμα στο στρώμα.


Ο Παπαλάνγκι δεν έχει καταλάβει τι είναι ο χρόνος, δεν τον έχει αντιληφθεί σωστά και γι ‘ αυτό τον κακοποιεί με τις ωμές του συνήθειες.
Για τα πέτρινα μπαούλα, τις σχισμές στις πέτρες, τα πέτρινα νησιά και τι υπάρχει ανάμεσά τους.
Ο Παπαλάγκι κατοικεί σαν το μύδι σ΄ ένα σκληρό καβούκι. Ζει ανάμεσα σε πέτρες όπως η σκολόπεντρα μέσα στις ρωγμές της πετρωμένης λάβας. Πέτρες είναι γύρω του, δίπλα του και πάνω του. Η καλύβα του μοιάζει μ’ ένα όρθιο μπαούλο από πέτρα. Ένα μπαούλο με πολλά συρτάρια και πολλές τρύπες.
Από ένα μόνο σημείο μπορεί κανείς να μπει και να βγει στο πέτρινο καβούκι.
Το σημείο αυτό ο Παπαλάγκι το ονομάζει είσοδο, όταν μπαίνει στην καλύβα και έξοδο όταν βγαίνει, παρ’ όλο που και τα δύο είναι ένα και το ίδιο πράγμα.
Στο σημείο αυτό λοιπόν υπάρχει μια μεγάλη σανίδα που πρέπει κανείς να τη σπρώξει με δύναμη για να μπορέσει να μπει στην καλύβα. Ακόμη όμως βρίσκεται στην αρχή και θα πρέπει να σπρώξει πολλές ακόμη σανίδες, ώσπου να βρεθεί πραγματικά μέσα στην καλύβα.
Στις καλύβες τώρα συμβαίνει να κατοικούν περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσοι ζουν σ’ ένα μόνο χωριό της Σαμόας και γι’ αυτό πρέπει κανείς να ξέρει ακριβώς το όνομα της Άϊγκα (οικογένειας) που θέλει να επισκεφτεί. Γιατί κάθε Άϊγκα έχει για τον εαυτό της ένα ιδιαίτερο μέρος του πέτρινου μπαούλου, ή επάνω ή κάτω ή στο κέντρο, αριστερά ή δεξιά ή στη μέση.
Και η μια Άϊγκα συχνά δεν ξέρει τίποτα απολύτως για τις άλλες, λες και δεν τους χωρίζει μόνο ένας πέτρινος τοίχος, αλλά είναι σαν να βρίσκονται ανάμεσά τους βουνά και λαγκάδια και πολλές θάλασσες. Συχνά δεν ξέρουν τα ονόματά τους, κι αν συναντηθούν στην τρύπα της εισόδου χαιρετιούνται μόλις και μετά βίας ή μουρμουρίζουν μέσα από τα δόντια τους κάτι στον άλλο σαν κάτι εχθρικά έντομα. Σαν να τους εξοργίζει το ότι είναι υποχρεωμένοι να ζουν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο.

Του Θανάση Αλεξανδρή, δημοσιευμένο στις 19/06/11 στο http://anaghrapho.blogspot.com/

Πηγές – Περισσότερες πληροφορίες

http://www.thelooniverse.com/strips/realfreepress/papalagi.html

Το λαϊφστάιλ θρηνεί στο Μεταγωγών

Tου Νικου Γ. Ξυδακη

Αναδημοσίευση απο την Κυριακάτικη Καθημερινή της 5-02-2012

Aλλος με χειροπέδες προφυλακισμένος για χρέη προς το Δημόσιο, άλλος πουλάει το σπίτι του για να μην πάει φυλακή, άλλος λουφάζει και περιμένει τη σειρά του. Το λαϊφστάιλ πέθανε, λένε. Δεν πέθανε τώρα, διορθώνω. Εχει πεθάνει από καιρό, τώρα εξαπολύθηκε η δυσωδία των πτωμάτων του.

Η εγχώρια βιοτεχνία του λαϊφστάιλ -εκδότες, μοντελίστ, δημοσιογράφοι, μοντέλες, γλάστρες, τηλεπερσόνες, πάρτι άνιμαλ, ντίλερ, κωθώνια, θύματα- γεννήθηκε στη δεκαετία του ’80 και άνθησε όσο κυκλοφορούσε ορμητική η δίψα της ανόδου, ο θαυμασμός για την αρπαχτή και άφθονο μαύρο χρήμα. Εξέπνευσε όταν μαράθηκαν όλα αυτά. Παρήγαγε αέρα. Ηταν μια φούσκα, Η φούσκα, που μέσα της όμως περιείχε τον τοξικό αέρα του θράσους, του κυνισμού, την υπόσχεση της επιτυχίας, κι εντέλει τον αέρα της ματαίωσης και της διάψευσης.

Εξέφρασε το ήθος του μαύρου χρήματος, του χρήματος της αρπαχτής και του Χρηματιστηρίου, δηλαδή τα χρυσά χρόνια του πρώτου ΠΑΣΟΚ, αλλά και τα χρόνια του εκσυγχρονισμού και της ολυμπιακής ευφορίας. Εντούτοις η αναμφίλεκτη επιρροή του εφαρμοζόταν ενδοφλέβια στα λαϊκά πλήθη, στους πελάτες: σε αυτά το Κλικ και οι επίγονοι έκαναν ενέσεις μαγκιάς και σεξισμού. Τα λαϊκά παιδιά από τις δυτικές συνοικίες και τη διψαλέα επαρχία ρουφούσαν συνταγές ανόδου διατυπωμένες σε καλιαρντο-ποπ, τα λαϊκά παιδιά κατανάλωναν τα εγχειρίδια της καλής κατανάλωσης και πείθονταν ότι δεν ζούσαν στο Μπουρνάζι αλλά στη Σάντα Μόνικα ή στο Μανχάταν. Κι αυτά τα διαβουκολευμένα πλήθη προσγειώνονταν άτσαλα από τον κόσμο του Κλικ στον κόσμο του σκληρού μεροκάματου, κι από κει στον κόσμο της πικρής χρεοκοπίας.

Τώρα όλοι μυρίζουν τη δυσωδία των πτωμάτων. Στην 25ετία της τροχιάς τους όμως, πολύ λίγοι διείδαν τη σχέση αυτού του αισθητικού και πνευματικού σκουπιδιού με τη σαθρή κοινωνία που εξέφραζε. Οι εκδότες και σκουπιδογεννήτριες εκαλούντο στα τηλεπάνελ να σχολιάσουν το εκλογικό αποτέλεσμα και την πολιτική σκηνή, εκαλούντο ως τιμητές της ελληνικής κοινωνίας, είχαν και έχουν στενές σχέσεις με κορυφαίους πολιτικούς, νυν και πρώην υπουργούς, έπαιρναν υπερδάνεια από τις «κουτές» τράπεζες, άντλησαν δισεκατομμύρια δρχ. από το Χρηματιστήριο, μπαινόβγαιναν στις επαύλεις του μεγάλου χρήματος, έκαναν μπίζνες και κολεγιές. Οι ισχυροί τούς χρησιμοποιούσαν, σαν διασκεδαστές, σαν πλυντήρια, σαν βαποράκια, σαν παπαγάλους. Αλλά και συναγελάζονταν, έπιναν και γελούσαν μαζί· διότι είχαν κοινό το έθος και την κουλτούρα. Μεγαλοπαράγοντες και φτωχοδιάβολοι μοιράζονταν τον ίδιο πολιτιστικό ορίζοντα, είχαν ίδιες αισθητικές αναζητήσεις, ίδιες πνευματικές ανησυχίες. Αργά τη νύχτα, μετά το Μέγαρο των χορηγιών, μετά τα ακριβά ρεστοράν, όλοι κατέληγαν στον Μαζωνάκη και την Πέγκυ Ζήνα. Ολοι.

Ολοι, οι ίδιοι, συνωστίζονταν στα αριθμημένα και στα VIP των γηπέδων, γαύροι και βάζελοι, χειροκροτητές προέδρων και συνδαιτυμόνες λαμογιών, περιστοιχισμένοι από μπράβους και νονούς. Ολοι, οι ίδιοι, έκαναν ρεζερβέ στα στέκια της Μυκόνου, κι αργότερα έχτιζαν φαραωνικές επαύλεις αυθαίρετες στις αλωθείσες Κυκλάδες. Οι ίδιοι που πηδούσαν από κότερο σε κότερο.

Την είχε καταλάβει ο Τσουκάτος τούτη τη γενετική σχέση, είχε δει ότι κι ο Γιώργος Παπανδρέου προτιμούσε το Κλικ για συνεντεύξεις περί αειφορίας και free μαριχουάνας, εξ ου και συμβούλευσε τον εκσυγχρονιστή Σημίτη να συνάξει το ΠΑΣΟΚ στο μοδάτο «Βαρελάδικο» — όπερ και έπραξε ο καλβινιστής πρωθυπουργός. Ας είναι.

Ας ξύσουμε τη φτενή χρυσομπογιά, που γράφει κλικ, μαξ, φλας, νίτρο, φρι πρες, σταρ, δεν ξέρω γω τι. Ο τσίγκος, από κάτω, είναι χτυπημένος με τατουάζ «ΠΑΣΟΚ for ever», «χρήμα ber alles», «σκυλοπόπ», «κλεπτοκρατία». H βιοτεχνία μεταποιούσε φτηνά υλικά και τα πουλούσε σαν Greek Dream. Η κλεπτοκρατία χρειαζόταν όργανα ιδεολογικής κυριαρχίας πολυδύναμα, πέρα από την επίσημη προπαγάνδα. Το λαϊφστάιλ ήταν αυτό ακριβώς το όργανο υπόγειας, αθέατης, διαβρωτικής προπαγάνδας, όργανο εκμαυλισμού και κυριαρχίας: πλάσαρε την παράγκα για παλατάκι, κι ο φτωχοδιάβολος μες στην παράγκα χόρταινε την απληστία του με ηδονοβλεψία και ψευδαίσθηση: μπορούσε να ξοδέψει τρία μηνιάτικα ή ένα διακοποδάνειο για μία βδομάδα στη Μύκονο, να κολυμπήσει πλάι στα σελέμπριτι και να ψωνίσει Gavalas.

Πολλοί βιοτέχνες του λαϊφστάιλ κυκλοφορούν ακόμη στα μίντια, ξεπουπουλιασμένοι, κυνηγώντας το μεροκάματο του κλόουν με το πλατινένιο ρινοδιάφραγμα, άλλοι ξεπλένονται ως δημοσιογράφοι αφού ξέπλυναν χρήμα, άλλοι υποδύονται τους ξινούς τιμητές και τις Αντουανέτες. Οι περισσότεροι ξέπεσαν. Η παράγκα κατέρρευσε, τα σελέμπριτι θρηνούν στο Μεταγωγών και στα Πρωτοδικεία, ξεπουλάνε Ντόλτσε ε Γκαμπάνα, Καγιέν, Λέξους και σπιταρώνες. Οι μαικήνες τους κάνουν ότι δεν τους ξέρουν, δεν σηκώνουν τα τηλέφωνα. Μαζί με την παράγκα όμως καταρρέει και η χώρα που τους ανέχθηκε, τους έθρεψε, τους μιμήθηκε και τους θαύμασε.

2012: Η Επανάσταση της Ελπίδας; Του Γιώργου Στάμκου

«Είθε να ζεις σ’ ενδιαφέροντες καιρούς»
Κινεζική παροιμία

Ζούμε σε δύσκολους, αβέβαιους αλλά κι ενδιαφέροντες καιρούς. Η οικονομική κρίση βαθαίνει, επεκτείνεται παντού στην πραγματική οικονομία και δημιουργεί ένα περιβάλλον ασφυξίας και απαισιοδοξίας για το μέλλον. Η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στο καταναλωτικό σύστημα και στην απατηλή υπόσχεση της συνεχούς υλικής ευημερίας έχει κλονιστεί βαθύτατα. Πολλές «βεβαιότητες» δεν ισχύουν πλέον. Για παράδειγμα το νεοφιλελεύθερο δόγμα για το «αόρατο χέρι» της αγοράς που τα ρυθμίζει όλα, έχει πλέον καταρριφθεί. Παλιές Κεϋνσιανές συνταγές ­–ανακατεμένες βέβαια με μπόλικο οικονομικό φιλελευθερισμό– ξανάρχονται στο προσκήνιο, καθώς αυξάνει η κρατική παρεμβατικότητα ώστε να διασωθεί το σύστημα και να μην καταρρεύσει ολοσχερώς συμπαρασύροντας τις κοινωνίες και τις ανθρώπινες μάζες που εξαρτώνται από αυτό.Το εκτυφλωτικό φως του αχαλίνωτου καπιταλισμού έχει θαμπώσει πλέον για τα καλά. Έχει απογοητεύσει ακόμη και τους πιο ένθερμους υποστηρικτές του.

Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης δημιουργεί αναμφίβολα στους ανθρώπους μια διάχυτη απαισιοδοξία, μια ανασφάλεια και μια αίσθηση ενός επικείμενου ζοφερού μέλλοντος, που θα συμπληρώσει απλώς την εικόνα ενός απογοητευτικού παρόντος. Καταστροφολογικές δοξασίες, συνωμοσιοπαράνοιες, καθώς και η ανάγκη για «Σωτήρες», βρίσκουν μεγάλη απήχηση ανάμεσα σε απογοητευμένους και αδύναμους ανθρώπους. Πρέπει ωστόσο να θυμόμαστε πως η παρούσα οικονομική κρίση δεν έχει τίποτε το πρωτότυπο. Η ανθρωπότητα πέρασε κατά το πρόσφατο παρελθόν της  χειρότερες οικονομικές κρίσεις (Πετρελαϊκή Κρίση του 1973 και του 1979, «Κραχ» του 1929), χωρίς να αναφερθούμε στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και τις τεράστιες καταστροφές που προξένησαν, τόσο σε ανθρώπινο, όσο και σε υλικό επίπεδο. Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα. Πέρασε χειρότερες κρίσεις και τα κατάφερε, όχι μόνον να επιβιώσει, αλλά και να εξέλθει από αυτές δυνατότερη και (λίγο έστω) πιο σοφή –βλέπετε η καταστροφή υπήρξε πάντα ο «Αρχιτέκτονας του Κόσμου». Γιατί κάθε κρίση είναι ταυτόχρονα και μια ευκαιρία. Μας ξεβολεύει από τις ηδονιστικές ψευδαισθήσεις μας, το συντηρητισμό και την «δημιουργική αίσθηση της απραξίας» και μας προσφέρει αναπάντεχες ευκαιρίες για να αναθεωρήσουμε «βεβαιότητες» και να εξελιχθούμε. Μας κάνει να αμφιβάλουμε για κατεστημένες αξίες, ιδέες, προτεραιότητες και πεποιθήσεις και μας ωθεί σε μια δημιουργική αμφισβήτηση. Κλονίζει την πίστη μας στην «πραγματικότητα» και στο κατεστημένο κι αυτό, σε τελική ανάλυση, είναι κάτι το καλό. Είναι γνωστό πως η πίστη σκοτώνει την αμφιβολία και ως αποτέλεσμα έχουμε την υποχώρηση της επιστήμης και της προόδου. Οι «κατασταλαγμένες απόψεις» είναι πάντα εχθρικές στις νέες ιδέες. Ο φόβος παραλύει και η απαισιοδοξία μας καθηλώνει στο παρελθόν και μας οδηγεί στην παραίτηση.

Αυτό που χρειαζόμαστε επειγόντως, κυρίως εμείς εδώ στην Ελλάδα, είναι να ανακτήσουμε την αισιοδοξία μας –άλλωστε χωρίς αισιοδοξία θα πάθουμε ανοξία!– καθώς και την εμπιστοσύνη μας στο μέλλον, στο μετά. Με άλλα λόγια χρειαζόμαστε μια Επανάσταση της Ελπίδας.

Για πολλούς αιώνες ο κόσμος και ιδιαίτερα η Ευρώπη, η οποία είχε γνωρίσει κατά την κλασική αρχαιότητα μια σύντομη εποχή φωτός, ήταν βυθισμένος σ’ ένα βαθύ μυστικιστικό ύπνο, σ’ ένα πέπλο σκοταδισμού και απολυταρχίας, που κατέπνιγε κάθε φωνή αμφισβήτησης και ορθολογισμού. Η Γη θεωρούνταν το κέντρο του σύμπαντος και ο Θεός ήταν ο δημιουργός των πάντων. Ωστόσο η ηχώ των επιτευγμάτων της αρχαιότητας αντηχούσε ακόμη. Υπήρχαν άνθρωποι που συνέχισαν αμφιβάλουν και να διερωτούνται. Το θάρρος των ερωτήσεων τους και το βάθος των απαντήσεων ήταν αυτές που οδήγησαν σ’ ένα νέο καλύτερο κόσμο: στον κόσμο της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού, της Βιομηχανικής Επανάστασης, της Επιστήμης, της Τεχνολογίας και της Δημοκρατίας. Έναν κόσμο που έχει ωστόσο φτάσει στα όρια του, καθώς βασίστηκε υπερβολικά σ’ ένα καταναλωτικό τουρμποκαπιταλιστικό μοντέλο που βρίσκεται σε πορεία «σιδηροδρομικής σύγκρουσης» με το φυσικό περιβάλλον, τη ζωή, το μέλλον.

Σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη καμπή και είμαστε έτοιμοι για ένα νέο Paradigm Shift, για μια νέα θεμελιώδη αλλαγή του διανοητικού υποδείγματος, της κοσμοαντίληψής μας, που θα οδηγήσει και σε αλλαγή του κόσμου μας. Αυτή τη στιγμή βρισκόμαστε στην αρχή της λεγόμενης «ζώνης των αναταράξεων» και πρέπει να εξέλθουμε πετυχημένα από αυτή. Όχι μόνον στη Ελλάδα, στην Ευρώπη αλλά σε ολόκληρο τον πλανήτη Γη. Είμαστε επτά δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη μας και δεν έχουμε περιθώρια λάθους. Το παραμικρό λάθος μπορεί να μας στοιχίσει πολύ ακριβά –εκατομμύρια ζωές και δισεκατομμύρια δυστυχισμένους. Χρειάζεται λοιπόν να επιστρατεύσουμε τον καλύτερο εαυτό μας, να απελευθερώσουμε τις πιο υγιείς, δημιουργικές και ευφυείς δυνάμεις των κοινωνιών μας και να τις δώσουμε την ευκαιρία να γίνουν φορείς αλλαγής προς το καλύτερο. Δυστυχώς ο χρόνος είναι μια πολυτέλεια που δεν έχουμε. Το «σημείο χωρίς επιστροφή», τουλάχιστον στον τομέα της περιβαλλοντικής καταστροφής, δεν απέχει και πολύ στο μέλλον. Γι’ αυτό και πρέπει άμεσα ν’ αποφασίσουμε με ποιους είμαστε: Είμαστε μ’ εκείνες τις κοντόφθαλμες δυνάμεις που μας οδήγησαν σ’ αυτή την κρίση ή με τις δυνάμεις που υπόσχονται –και θέλουν πραγματικά– να μας βγάλουν από αυτή και να μας οδηγήσουν σ’ έναν πιο ισορροπημένο κόσμο; Είμαστε με το Εγώ ή με το Εμείς; Με το παρελθόν ή με το μέλλον; Είμαστε έτοιμοι να βάλουμε πλώρη για τ’ άστρα ή για να βυθιστούμε και πάλι μέσα σ’ ένα μυστικιστικό ύπνο χωρίς διέξοδο;

Ο Γιώργος Στάμκος είναι συγγραφέας, δημοσιογράφος.

source: http://tvxs.gr/news/egrapsan-eipan/2012-i-epanastasi-tis-elpidas-toy-giorgoy-stamkoy